τριποδισμός

τριποδισμός
ο
1. καλπασμός αλόγου, τριπόδι.
2. χαρακτηριστικός βηματισμός αυτών που πάσχουν από παράλυση των δαχτύλων των ποδιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριποδισμός — ο, Ν 1. (για άλογο) καλπασμός 2. ιατρ. βηματισμός τών πασχόντων από παράλυση τών δακτύλων τών ποδιών, κατά τον οποίο ανυψώνεται έντονα η κνήμη με κάμψη τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριποδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν… …   Dictionary of Greek

  • καλπασμός — ο (Α καλπασμός) [καλπάζω] ο ταχύτερος από τους βηματισμούς τού αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι …   Dictionary of Greek

  • τρίπηδος — ό, και τρίπηδον, τὸ, Α τριποδισμός, ο καλπασμός τού ίππου («δρόμος τρίπηδος», (Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πηδῶ] …   Dictionary of Greek

  • τρίποδον — τὸ, Μ τριποδισμός, καλπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίπους, οδος (πρβλ. και τριποδίζω «καλπάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • τριπόδι — το, Ν ο τριποδισμός τού αλόγου, καλπασμός, αλλ. αντριπόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πόδι] …   Dictionary of Greek

  • τριπόδι — το τριποδισμός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”